κλιβανωτός

κλιβανωτός
κλιβανωτός, -ή -όν (AM, A και κριβανωτός, -ή, -όν) [κλίβανος]
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κλιβανωτόν
έδαφος στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κριβανωτός (ενν. ἄρτος)
άρτος ψημένος σε κλίβανο, ο κλιβανίτης
2. φρ. «κριβανωτὰ ζῷα» — ακέραια ζώα ψημένα σε κλίβανο, σε φούρνο (Ευστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • κλιβανίτης — και κριβανίτης, ὁ (Α) 1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός* 2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, στεφαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κριβανωτός — κριβανωτός, ή, όν (Α) βλ. κλιβανωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”